“Τα γράμματα του Νίκου Καββαδία στην οικογένεια ακολουθούν χρονολογική σειρά. Ίσως κάποια να έχουν χαθεί όλα αυτά τα χρόνια.
Θα παρατηρήσετε ότι την τελευταία περίοδο της ζωής του δεν υπάρχει αλληλογραφία.
Ο λόγος είναι ότι για να μας κάνει το χατίρι ταξίδευε στη Μεσόγειο κι έτσι κάθε βδομάδα ήταν μαζί μας.
Πάντα ο αποχωρισμός μαζί του ήταν ιδιαίτερα δύσκολος, επώδυνος «ο χωρισμός ματώνει, δε σκοτώνει» γράφει ο ίδιος.
Θυμάμαι πώς περιμέναμε τον ταχυδρόμο και τη βαθιά απογοήτευσή όταν δεν έφερνε γράμμα. Τα μακρινά του ταξίδια για μένα είχαν γίνει εφιάλτης. Ένας εφιάλτης που έκρυβε και την προσμονή και τη χαρά για την επιστροφή του.
Αναφέρει πολλές φορές στα γράμματα τα δώρα που μου αγόραζε. Σημασία δεν είχε τόσο το ίδιο το αντικείμενο όσο η ιστορία που θα το ακολουθούσε. Η περιγραφή της πολιτείας, του δρόμου, του μαγαζιού, του ανθρώπου που το πουλούσε.
Έτσι με ταξίδευε μαζί του.
Μου ‘λεγε ότι κάθε χώρα έχει το δικό της χρώμα και τη δική της μυρωδιά.
Η Κίνα γκρι και κίτρινο και μυρίζει σκόρδο και τηγανητά λαχανικά. Η Αγγλία σαπούνι Pears και μπισκότα Huntley & Palmer.
Του έλειπαν τα ταξίδια με τα φορτηγά και έλεγε ότι κατάντησε σαν το ποιήμα του Μπάρα «Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις κι η Θεοδώρα».
Κάτι όμως ακόμα που τον βαστούσε στα κοντινά ταξίδια ήταν κι ο ιδιαίτερος δεσμός που είχε με το γιο μου Φίλιππο. Περνούσαν μαζί ατέλειωτες ώρες με παράξενες διηγήσει.
Δεν είμαι σίγουρη αν εγώ ήθελα να δημοσιευτούν αυτά τα γράμματα, ίσως γιατί τα θεωρώ κάτι πολύ δικό μου που είναι δύσκολο να μοιραστώ.
Η μάνα μου κι ο Φίλιππος είχαν σκεφτεί –γιατί πολλά απ’ τα κείμενα είναι σημαντικά- ότι θα έπρεπε να γίνουν γνωστά στους αναγνώστες του.
Τα γράμματα δείχνουν τον χαρακτήρα του. Οι άνθρωποι που τον αγαπούν σαν συγγραφέα θα τον γνωρίσουν και στην ιδιωτική του ζωή.
Ο Φίλιππος κι εγώ χρωστάμε σ’ αυτόν και στη μάνα μου τα τόσο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια που μας έδωσαν ζώντα μαζί τους. ”
Το βιβλίο “Ο Υπνοβάτης” της Μαργαρίτας Καραπάνου τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το “βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος”, βραβείο που επίσης έχει δοθεί στον Laurence Durrell, τον Borges, τον Στρατή Τσίρκα και τον Gabriel Garcia Marquez.
“Ο θεός ήτανε κουρασμένος.
Είχε ξαπλώσει σ’ ένα βράχο ψηλά στον ουρανό και είχε γυρίσει την πλάτη του στη γη. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε θλίψη και μια μεγάλη ανία. Έβλεπε τους ανθρώπους μικρούς, γελοίους – αυτούς που στη δική του γλώσσα ονόμαζε όντα- και τον έπιασε ένας τρομερός θυμός γιατί τους είχε πλάσει με τόση αγάπη. Αλλά αυτό είχε συμβεί τόσο παλιά, που δεν θυμόταν τίποτα. Και τώρα ήτανε γέρος. Η αγάπη του του φαινότανε κι αυτή παλιά και τον έπιασε νοσταλγία για το πάθος που είχε όταν ονειρεύτηκε τον κόσμο.
Θυμήθηκε πως πέταγε πάνω στη φρέσκια γη τα πρώτα ζώα, τα πουλιά και γέλαγε περήφανος όταν τα ‘βλεπε να τρέχουνε και να πετάνε. Και τις νύχτες να κοιμούνται μέσα στις σπηλιές του και να τον σκέφτονται. Και τώρα, έβλεπε τη γη του και πώς είχε καταντήσει. Αναρωτήθηκε μήπως , γερνώντας αυτός, γέρασε κι εκείνη μαζί του, κι έτσι η ανία του, το μεγάλο κενό που τον βασάνιζε, να ‘γινε και δικό της. Σκέφτηκε μήπως την έφτιαξε σε μια στιγμή παρανομίας και γι’ αυτό είχε τα στίγματα του λάθους. Ήταν στιγμές που αισθανόταν παράνομος του εαυτού του, στιγμές ηδονής ανείπωτης, απαγορευμένης. Φοβόταν μήπως η γη ήταν παιδί της στιγμής αυτής, παιδί της ηδονής και όχι του Νόμου. Τότε που την έφτιαξε ήταν παιδί ακόμα ο ίδιος, έπαιζε με το σύμπαν, έλυνε μια κουβαρίστρα, δώρο κάποιου άγνωστου Πατέρα, και μέτραγε τα ουράνια βάθη. Έβλεπε τότε κι ένα όνειρο παράξενο και θολό, που κράταγε επτά μέρες ακριβώς: μορφές με τη σαγήνη της αλήθειας, πρόσωπα με τη λαμπρότητα του λάθους, εύστροφες κινήσεις χωρίς σκοπό. Και τώρα φοβόταν πως αυτό το όνειρο, έτσι για παιχνίδι, το είχε κάνει πραγματικότητα κι έτσι έγινε η γη. Πάντα ήθελε κάτι να γεννήσει, ήτανε φορές που αισθανότανε γυναίκα και ήθελε ένα παιδί δικό του, αλλά εγκυμονούσε χωρίς τη χαρά της γέννας και τώρα έτρεμε μήπως γέννησε άθελά του αυτό το όνειρο το ατελές και το ηδονικό, το όνειρο της παρανομίας του.
Αλλά τι τον ένοιαζε; Όλα αυτά ήταν τόσο παλιά, τόσο ασύνδετα στη μνήμη του. Σαν δικό του παιδί όμως, η γη θα ‘πρεπε τώρα να του επιστρέφει τη ζωή και το πάθος που της είχε χαρίσει τότε, κι αυτός γέρος πια, να κάθεται στο βράχο του και να την καμαρώνει κι έτσι να μη βαριέται. Οι άνθρωποι τον είχαν αφανίσει. Η γη του τον είχε προδώσει. Και την καταράστηκε.
Έτσι αποφάσισε να στείλει στη γη ένα Θεό καινούργιο, που θ’ αναγνωρίζανε και θα λατρεύανε απ’ την αρχή, ένα Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, ο Θεός που θα τους άξιζε. Ένα που θα ‘κανε εχθρούς κι όχι πιστούς. Ένα Θεό ωραίο, αφού μόνο την ομορφιά λατρεύανε. Ένα Θεό με στενούς γοφούς, άντρα και γυναίκα, αφού δεν σέβονταν πια το Νόμο. Έτριξε τα δόντια και σηκώθηκε. Έβαλε τα χέρια του στη μέση, έσκυψε πάνω στη γη κι έκανε εμετό. Κι ανοίξανε οι ουρανοί κι ακούστηκε βρυχηθμός μεγάλος.”
Πού οφείλονται τα μνημόνια; Υπάρχει πράγματι κρίση χρέους; Πού αποσκοπεί η επίμονη διαδικασία αποδόμησης των εργασιακών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους; Γιατί η κρίση της παγκόσμιας οικονομίας βαθαίνει όλο και περισσότερο, παρά τα μέτρα που παίρνονται σε όλες σχεδόν τις χώρες; Πώς γίνεται να υπάρχουν κάποιοι που συνεχίζουν να πλουτίζουν παρά τις άσχημες οικονομικές συνθήκες; Υπάρχει διέξοδος;
Με κύριο εργαλείο τα διδάγματα της Ιστορίας και με ιδιαίτερα εύληπτο τρόπο, η Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού προσπαθεί να δώσει απάντηση σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, χώνοντας το νυστέρι της βαθειά στο άρρωστο σώμα τού καπιταλισμού, αποκαλύπτοντας τα πραγματικά αίτια της κρίσης του, καταδεικνύοντας την ανεπάρκεια των γιατρικών που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία της και αποδεικνύοντας ότι όλες οι «μεταρρυθμίσεις» που προτείνονται σήμερα από τα «μεγάλα κεφάλια», έχουν βαθειές ρίζες στο παρελθόν και έχουν δοκιμαστεί πολλές φορές μέχρι σήμερα, από την Γουατεμάλα του 1953 ως την Ρωσσία του 1990 και τις ΗΠΑ της περασμένης δεκαετίας.
Τελικά, η Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού είναι ένα οικονομικό-πολιτικό θρίλλερ, το οποίο εκτυλίσσεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη: Γουατεμάλα, Βραζιλία, Ινδονησία, Χιλή, Αγγλία, Βολιβία, Αργεντινή, Πολωνία, Κίνα, Νότια Αφρική, Ρωσσία, Άπω Ανατολή, ΗΠΑ, Ιράκ, Σρι Λάνκα, Μαλδίβες… Σήμερα η δράση έχει μεταφερθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποιές θα είναι οι εξελίξεις; Έχοντας κατά νου τα ιστορικά δεδομένα, μπορούμε να τις προβλέψουμε με ακρίβεια. Στόχος του βιβλίου είναι να βοηθήσει σ’ αυτή την πρόβλεψη.
Βιογραφικό συγγραφέα
Ο Θοδωρής Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1960 στην Πάτρα. Σπούδασε Οικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων στην ΑΣΟΕΕ. Για οικονομικούς λόγους, εντάχθηκε αμέσως στην παραγωγή, αναβάλλοντας τις μεταπτυχιακές σπουδές του, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Σήμερα ζη και εργάζεται στην Πάτρα ως οικονομικός σύμβουλος επιχειρήσεων και φοροτεχνικός, ενώ στο παρελθόν δίδαξε Χρηματοδοτική Διοίκηση και Φορολογική Λογιστική στο ΤΕΙ Πάτρας. Παρά ταύτα, απεχθάνεται το χρήμα και δεν επιθυμεί να αποκτήσει περιουσία καθώς επιμένει να ενδιαφέρεται μόνο για την ουσία.
Αν και από τον γάμο του με την Οικονομία είναι ικανοποιημένος, επιμένει να διατηρεί σχέσεις πάθους με τις δυο μεγάλες του ερωμένες: την Ιστορία και τα Γράμματα. Με την δουλειά του ικανοποιεί το επίσημο πάθος του, με την βιβλιοθήκη του και με το προσωπικό του ιστολόγιο ικανοποιεί τα ανομολόγητα.
Η Ανατομία του Νεοφιλελευθερισμού είναι το πρώτο του βιβλίο.
Η αγάπη για την αντίθετη γραφή έγινε εμμονή. Διάβαζα όλα τα κείμενα αντίστροφα. Δεν άντεξα να χάσω τη χαρά της ανάγνωσης για τη χάρη της διττής ανάγνωσης.
Τώρα γράφω καρκινικές επιγραφές για να εκμεταλλευτώ το χρόνο που κυλάει άσκοπα. Διαβάζω πινακίδες μέσα από συγκοινωνίες (ΑΕΡΑΚΙ ΚΑΡΕΑ), περιοδικά σε ιατρεία (ΙΟΙ ΟΜΟΙΟΙ), γράφω όταν έχω κενό στη δουλειά (ΣΕ ΓΑΤΙ ΠΕΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ), σε ουρές τραπεζών (ΑΙΜΑ ΤΑΜΙΑ), σε βαφτίσια (ΣΕ ΝΟΝΑ ΚΑΝΟΝΕΣ) και κηδείες (ΗΤΑΝ ΑΘΑΝΑΤΗ).
Μετά από δεκαοχτώ χρόνια αμφίδρομης γραφής, παραδέχομαι ότι δεν μπορούν όλες οι λέξεις να γίνουν καρκινικές. Κάποιες αρνούνται πεισματικά να μεταλλαχτούν. Σε αυτές τις λέξεις αφιερώνω το βιβλίο.
Βιογραφικό συγγραφέα
Η Σοφία Σταμπολίτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Όταν ήταν έξι χρονών, έγραψε το πρώτο της ποίημα και από τότε δε σταμάτησε να γράφει.
Παρακολούθησε σεμινάρια στιχουργικής στο Μικρό Πολυτεχνείο για τρία χρόνια.
Το βιβλίο «707 Καρκινικές Φράσεις» είναι το πρώτο της βιβλίο.
Μπορείτε να διαβάσετε ενδεικτικά κάποιες σελίδες του βιβλίου ΕΔΩ.
Κάντε κλικ ΕΔΩ για να ακούσετε τη συνέντευξη της συγγραφέως.
Τη μεγαλύτερη τιμή του Γαλλικού κράτους απέρριψε ο διάσημος σκιτσογράφος και δημιουργός κόμικ, Ζακ Ταρντί, ο οποίος αρνήθηκε να παραλάβει το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής, λέγοντας ότι απορρίπτει κάθε βραβείο του πολιτικού κατεστημένου.
Ο 66χρονος καλλιτέχνης έχει γίνει γνωστός για μια σειρά σημαντικά έργα κόμικς, μεταξύ των οποίων και “Η κραυγή του λαού” – ιστορίες από την Παρισινή Κομμούνα (ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις ΚΨΜ), αλλά και για τη σειρά κόμικ με τις περιπέτειες της Γαλλίδας Αντέλ Μπλανκ-Σεκ, οι οποίες έχουν μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη.
Ο Ζακ Ταρντί δήλωσε για την άρνηση αποδοχής της τιμητικής διάκρισης τα εξής:
«Όντας πλήρως εξαρτημένος από την ελευθερία της σκέψης και της δημιουργικότητάς μου, δεν θέλω να παραλάβω τίποτα, ούτε από αυτή την κυβέρνηση, ούτε από οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη» ανέφερε σε ανακοίνωσή του. Επομένως, αρνούμαι αυτό το μετάλλιο με μεγάλη αποφασιστικότητα».
Η Λέσχη Αφήγησης «Λες;» ξεκινά και πάλι το ταξίδι της στο μαγικό κόσμο των παραμυθιών και των ιστοριών. Αυτή τη φορά σε ένα καινούριο, όμορφο χώρο, που με χαρά μας προσφέρει τη φιλοξενία του!
Οι Παραμυθοκόρες σας καλούν τη Δευτέρα 19 Νοεμβρίου, 6 – 9 το απόγευμα στο «Εργαστήρι Μελέτης τηςΠαιδικής Ηλικίας» (Ιωάννου Φιλήμωνος 3, πίσω από την Αμερικάνικη πρεσβεία, μετρό Μέγαρο Μουσικής ή Αμπελόκηποι).
Οι συναντήσεις της Λέσχης Αφήγησης γίνονται μια φορά το μήνα. Άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους κάθονται όλοι μαζί, μοιράζονται ιστορίες και παίζουν αυτοσχεδιαστικά παιχνίδια, γίνονται μια παρέα.
Η είσοδος στη Λέσχη Αφήγησης «Λες;» είναι ελεύθερη και το μόνο που χρειάζεται να φέρετε μαζί σας είναι μια ιστορία.
Ένα απόσπασμα επίκαιρο όσο ποτέ.
Η περιγραφή της τρέχουσας ελληνικής πραγματικότητας με γλαφυρότητα, χιούμορ και… βολική ευαισθησία από τον Κωστάκη Ανάν.
«Φαντάσου μια φυλακή, όπου οι κρατούμενοι τρώνε κάθε μέρα διαφορετικό φαγητό, μακαρόνια τη Δευτέρα, τυρόπιτα την Τρίτη, φασόλια την Τετάρτη και ούτω καθεξής. Επιπλέον, κάθε Κυριακή, τους φέρνουνε μπουζούκια και γίνεται στο προαύλιο της φυλακής γλέντι μέχρι πρωίας. Μέχρι που μια μέρα, η διοίκηση της φυλακής συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει σάλιο, τα λεφτά έχουν τελειώσει, και ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να υπάρχει η φυλακή είναι να ταΐζουν τους κρατούμενους βραστά καρότα κάθε μέρα, πρωί-μεσημέρι-βράδυ. “Μα θα γίνει εξέγερση, κύριε διευθυντά, θα μας λιντσάρουν οι τρόφιμοι, και με το δίκιο τους”, λέει ένα τσιράκι στο διευθυντή. Οπότε τι κάνει ο τελευταίος; Φωνάζει στο γραφείο του δέκα τσάτσους κρατούμενους και τους λέει να αρχίσουν να διαδίδουν ότι η κατάσταση είναι τόσο τραγική, που από την άλλη βδομάδα όλοι οι κρατούμενοι θα τρώνε σκατά, κυριολεκτικά όμως. Και ότι δεν είναι απλά φήμη, αλλά αναπόφευκτο και δεδομένο, θα ακουμπάς τον δίσκο σου στον πάγκο και ο μάγειρας θα σου βάζει μέσα κουράδες, τέλος.
Οι τσάτσοι αρχίζουν λοιπόν να κάνουν την δουλειά τους, το νέο κυκλοφορεί αμέσως παντού και το σοκ φυσικά είναι τεράστιο. Υπάρχουν βέβαια αντιδράσεις, όχι όμως σε πολύ μεγάλο βαθμό, γιατί όσο ο άλλος δεν βλέπει ακόμα τη σβουνιά στο πιάτο του, κάπου μέσα του ελπίζει ότι μπορεί και να τη γλιτώσει.
Όσο οι μέρες περνάνε και οι αντιδράσεις ψιλοφουντώνουν, οι τσάτσοι αρχίζουν να παίζουν τεχνηέντως το παιχνίδι της ενοχής: “Εδώ που τα λέμε, βέβαια, καλά να πάθουμε, που θέλαμε και μπουζούκια κάθε Κυριακή, να τα λέμε και όλα”.
Κάποιοι λίγοι τρόφιμοι αντιδρούν και λένε ότι εμείς ρε παιδιά δεν γουστάραμε ποτέ μπουζούκια ούτε ποτέ συμμετείχαμε σε γλέντι. Δεν φτάνει που ανεχόμασταν κάθε Κυριακή βράδυ τα σκυλάδικά σας, πρέπει τώρα να την πληρώσουμε και εμείς μαζί με όλους; Φυσικά, κανείς δεν τους δίνει σημασία.
Προς το τέλος της εβδομάδας, έχει πια επικρατήσει κλίμα μοιρολατρίας, την αντίδραση έχει διαδεχθεί η απάθεια και την απείθεια η αδράνεια. Ο ξεθωριασμένος από τις συνεχείς πλύσεις εγκέφαλος των κρατουμένων είναι έτοιμος πλέον να δεχθεί το χειρότερο, ως δικαιολογημένα αναπόφευκτο.
Και έτσι φτάνει η Κυριακή, και αργά το απόγευμα παίρνει το μικρόφωνο ο διευθυντής και ανακοινώνει: “Κύριοι, σας έχω ευχάριστα νέα. Ύστερα από κοπιώδεις προσπάθειες της διεύθυνσης και εμού προσωπικά, το μενού από αύριο δεν θα είναι σκατά, αλλά βραστά καρότα!!!” Και από κάτω φυσικά γίνεται της πουτάνας αγκαλιασμένοι οι κρατούμενοι κλαίνε από χαρά, οι τσάτσοι ξελαρυγγιάζονται “ζήτω ο διευθυντής!” το πλήθος αγάλλεται για το θαύμα της τελευταίας στιγμής.
Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα.»
Σταμάτησε και ρούφηξε μια τεράστια τζούρα από το τσιγάρο μου.
Εγώ, δίπλα του, κουνούσα το κεφάλι μου επιδοκιμαστικά σε στυλ «δεν έχεις άδικο», στην πραγματικότητα όμως ήμουν ήδη πολύ μεθυσμένος για να καταλάβω κάτι από αυτά που έλεγε. Ήξερα ότι κάπου ήταν κρυμμένος ένας συμβολισμός στα λόγια του, αλλά ο τύπος μιλούσε ήδη κανένα μισάωρο και πραγματικά δεν άντεχα άλλη γορία, γι’ αυτό και αποφάσισα να του το πω. Στο κάτω-κάτω δεν τον ήξερα, ούτε τον είχα καλέσει να κάτσει δίπλα μου. Έσκυψα να του μιλήσω αλλά με πρόλαβε:
«Όπου διευθυντής φυλακών βάλε κυβέρνηση, όπου φυλακή βάλε χώρα, όπου κρατούμενοι βάλε εγώ και εσύ, όπου τσάτοι βάλε κανάλια και δημοσιογράφοι, όπου βραστά καρότα βάλε όλα τα μέτρα που μας πετάνε στη μάπα κάθε τόσο και, αντί να τους λιντσάρουμε, στο τέλος λέμε και ευχαριστώ».
Αυτή ήταν μία γεύση από το νέο βιβλίο του Κωστάκη Ανάν «Βολική αναισθησία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Babelart. Αν θέλετε να διαβάσετε την συνέχεια δεν έχετε παρά να πιάσετε το βιβλίο στα χέρια σας!!
Τα βιβλία που παραγγέλνετε από το CaptainBook.gr ταξιδεύουν!
Αφού ακολουθήσουν την κλασική διαδρομή όλων των βιβλίων (από τον τυπογράφο στον εκδότη και από τον εκδότη στα βιβλιοπωλεία) συσκευάζονται και αποστέλλονται σε κάθε γωνιά του κόσμου: σε νησιά, πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, σε βραχονησίδες, σαβάνες και όπου αλλού πάει ο νους σας!
Είναι μεγάλη μας χαρά να βλέπουμε πού καταλήγουν και τα τοπία που αντικρίζουν τα βιβλία που έφυγαν από μας!
Ευχαριστούμε τον φίλο μας Dimko που μας έστειλε τις φωτογραφίες από την Ελβετία, μόλις παρέλαβε τα βιβλία του!
Είναι ευπρόσδεκτες και οι δικές σας φωτογραφίες στο: info@captainbook.gr =)
Η έναρξη λειτουργίας της ιστοσελίδας του Περιοδικού Διαβάζω θα πραγματοποιηθεί ζωντανά την Πέμπτη 28 Ιουνίου στις 7 μ.μ. στο Free Thinking Zone (Σκουφά 64 και Γριβαίων) στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Μπλογκόσφαιρα & Λογοτεχνία».
Μέχρι τότε μπορείτε να πάρετε μία πρώτη γεύση από το site, στο οποίο όλοι οι αναγνώστες θα περιπλανώνται από αυριο.
Στην ιστοσελίδα θα δημοσιεύονται τα άρθρα των αρθρογράφων του περιοδικού, θα φιλοξενούνται νέα από το χώρο του βιβλίου, εκδηλώσεις, το βιβλίο της ημέρας και φυσικά μεγάλος αριθμός βιβλιοκριτικών και βιβλιοπαρουσιάσεων.
Τέλος, θα συναντήσετε νέες στήλες όπως λ.χ. της συγγραφέως Μαρίας Ξυλούρη με τίτλο “broken english”, που θα ξεκινήσει με δύο άρθρα για αγγλόφωνους συγγραφείς κάτω των 35.
«Beat Poetry» τιτλοφορείται το νέο άλμπουμ των αδελφών Κατσιμίχα και σε αυτό, ο Χάρης και ο Πάνος παρουσιάζουν μία μουσική εργασία πάνω στην ποίηση της beat γενιάς.
Τα ποιήματα των Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορυ Κόρσο, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Μάικλ Μακλιούρ, και Χάρολντ Νορς, αποτελούν ουσιαστικά ένα λιμπρέτο, πάνω στο οποίο οι αδελφοί Κατσιμίχα «χτίζουν» με τη μουσική τους ένα ονειρικό σύμπαν που σε παρασύρει και σε προκαλεί να το ανακαλύψεις.
Το πιάνο, οι κιθάρες, το μπάσο, τα ντραμς, συνομιλούν με τους ζουρνάδες, το σαξόφωνο, την ιρλανδέζικη φλογέρα, το ινδικό φλάουτο, το κλαρίνο, το fluegehorn.
Η έκδοση συνοδεύεται από πολυσέλιδο βιβλίο, που περιλαμβάνει εκτενές σημείωμα των αδελφών Κατσιμίχα που εξηγούν τη σχέση τους με την ποίηση της beat γενιάς και το πώς αυτή επηρέασε την πορεία τους, κείμενα με αναλυτικές πληροφορίες για τη γενιά αυτή και τους κυριότερους εκπροσώπους της, βιογραφικά τους, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και βέβαια τους στίχους των ποιημάτων που μελοποιήθηκαν, με επεξηγηματικά σχόλια.
Διαβάστε ένα απόσπασμα από το εισαγωγικό σημείωμα του Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα
Γεννηθέντες 19 Οκτωβρίου 1952 στο μαιευτήριο «Έλενα», δίπλα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
19 χρόνια αργότερα, στα 1971.
Ήταν τότε που ο Βάρναλης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, δε μας κάλυπταν πια. Κάτι άλλο υπήρχε. Κάτι που δεν το ξέραμε κι όμως μας έλειπε, το μυριζόμασταν, το περιμέναμε, το ψάχναμε. Ερχόταν μέσα από τα τραγούδια των Grateful Dead,των Beatles, των Velvet Underground, του ΒobDylan, του Frank Zappa. Στίχοι θρύψαλα, πολύτιμα θραύσματα μιας άλλης διάστασης, ενός κόσμου που πάλευε να μας συναντήσει και παλεύαμε να τον συναντήσουμε.
Στα νησιά τα καλοκαίρια, με 5-6 κασέτες και το κασετοφωνάκι μπαταρίας, ρωτάγαμε τους συνομήλικους τουρίστες με τις κιθάρες και τα sleeping bags. Mε τα λίγα αγγλικά μας. «Τι λέει εδώ αυτός ο στίχος my friend; Τι εννοεί εκεί; Βγάλανε καινούριο δίσκο οι Doors;» Όχι Internet… Ούτε ένα μουσικό περιοδικό της προκοπής δεν υπήρχε, εκτός από τους «Μοντέρνους ρυθμούς» (1) ένα περιοδικάκι για δεκατετράχρονους, με τοπικά νέα για τα γκρουπάκια και τους
pop τραγουδιστές της εποχής.
Από ραδιόφωνο υπήρχε μόνο το ελεγχόμενο κρατικό ραδιόφωνο της χούντας και κάποιοι «πειρατικοί» σταθμοί, που το πάλευαν ηρωικά. Όσο για την τηλεόραση; Η θρυλική ΥΕΝΕΔ, το κανάλι των ενόπλων δυνάμεων. Τσολιάδες, κλαρίνα, προπαγάνδα νυχθημερόν, φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καλλιστεία και ολυμπιάδες τραγουδιού στο Καλλιμάρμαρο. -Τίποτα δεν ήταν εύκολο. Όλα έπρεπε να τα βρούμε μόνοι μας, ψάχνοντας μες το σκοτάδι, το μυθικό μας El Dorado (2).
Δεν ήταν όμως αυτή η αναζήτηση μονάχα κόπος και αγωνία, ήταν συγχρόνως ασκήσεις αναπνοής, άσκηση ζωής και ενηλικίωσης.
Ψαχνόμασταν κυρίως με τους αμερικάνους. Με τους αμερικάνους, γιατί αυτοί ήξεραν από πρώτο χέρι, αν έβγαλαν καινούριο δίσκο οι Dοοrs. Κι αυτό εμάς, μας ενδιέφερε απεγνωσμένα. Ό,τι μπορούσαμε. Όσο γινότανε με τα αγγλικούλια μας του Στρατηγάκη, ψαχνόμασταν να μάθουμε.
Κιθάρες γύρω από τη φωτιά, χίπηδες μαστουρωμένοι μεν, αλλά επισκέπτες- προσκυνητές, όχι τουρίστες-καταναλωτές. Κολλεγιόπαιδα οι πιο πολλοί. Κοινή πατρίδα μας, το ροκ και η αγγλική γλώσσα.
Στην παραλία του Μυλοπότα, στα σκαλάκια της Ίου, στα σοκάκια της Πλάκας, στο jazz club του Μπαράκου. Μαγικά καλοκαίρια.
Πίσω στην Αθήνα τους χειμώνες … «Μολώχ, άψυχο κάτεργο»…
Ο πολικός χειμώνας της χούντας. «Άψυχο κάτεργο και ακατανόητη φυλακή». Ούτε να μιλήσεις, ούτε να σκεφτείς, ούτε να γελάσεις, ούτε να περπατήσεις στο δρόμο, χωρίς να φοβάσαι το ρουφιάνο πίσω σου, στο Αμφιθέατρο, στην παρέα, στη γειτονιά σου…
Χαμηλόφωνη, φυλακόβια ζωή.
Μοναδική διέξοδος η Deutsche Welle (3) για κάποια νέα, παράνομος Θεοδωράκης… «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις…»
Πληροφόρηση μηδέν. Ένα «απαγορεύεται» γενικώς. Όλα ένα μίζερο, ασπρόμαυρο b-movie.
Journal, Γεωργαλάς (υπεύθυνος προπαγάνδας της χούντας), Γκραβαρίτης (ασφαλίτης, βασανιστής της χούντας, υπεύθυνος για την Πάντειο).
Φεύγανε οι λοχίες της αμερικάνικης βάσης και πούλαγαν τα σαλόνια τους, τα στερεοφωνικά τους και τους δίσκους τους στο Μοναστηράκι.
Το Μοναστηράκι ήταν για μας, η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η πύλη για μια άλλη διάσταση, για το όνειρο. Λαγούμι διαφυγής και απόδρασης. Εκεί ψάχναμε και ανακαλύπταμε ό,τι ξέραμε και ό,τι δεν ξέραμε. Με τη μύτη και το ένστικτο.
Αυτά τα βινύλια (που ακόμα αναρωτιέμαι γιατί), ζύγιζαν πιο βαριά από τα ελληνικά και τα εξώφυλλά τους σαν πολύχρωμα λουλούδια, ανέδιδαν μια εξωτική μυρωδιά. Κάτι σαν Pall mall άφιλτρο και Bourbon μαζί. Ψάξιμο. Ένα διαρκές φωτεινό trip.Το trip του αθώου.
1971, δεύτερο έτος στην Πάντειο. Έναν καταραμένο χουντικό χειμώνα, βράδυ αργά, στο σπίτι ενός φίλου μεγαλύτερου σε ηλικία. Πάνω στο τραπέζι, κονιάκ, ηλιόσποροι, 100 χιλιάδες τσιγάρα στα τασάκια και κάτω από το μπουκάλι, ένα παράξενο περιοδικάκι. Τα «Panderma» (4) του Λεωνίδα Χρηστάκη.
Είπαμε. Καλοί και άγιοι ο Βάρναλης κι ο Παλαμάς, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, αλλά η εικοσάχρονη αγωνία μας ζητούσε έναν άλλο καθρέφτη, για να αναγνωρίσει μέσα του, το δικό της είδωλο. Επί ένα μήνα τα «Panderma», έγιναν η κύρια ασχολία μας. Επιτέλους, μας είχε αποκαλυφθεί το «γλωσσικό αντίστοιχο» του ροκ ήχου, που από μόνος του δεν έφτανε για να ξεδιαλύνει την εικόνα στον καθρέφτη.
Δυο – τρία (μεταφρασμένα στα ελληνικά) ποιήματα του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, δυο – τρία του Γκρέγκορυ Κόρσο, ένα απόσπασμα από Τζακ Κέρουακ. Να ’ναι καλά εκεί που είναι ο Λεωνίδας Χρηστάκης με τα «Panderma» του. Μετά από εκείνο το βράδυ, το ροκ πήρε μέσα μας άλλη διάσταση και άλλο βάρος. Αρχίσαμε σιγά σιγά να βλέπουμε τις συγγένειες των beat ποιητών με τους στίχους των Doors, του Lou Reed, των Rolling Stones,η εικόνα έγινε πιο σαφής, και επιτέλους, όλα δέσανε μεταξύ τους. Μια απαραίτητη διευκρίνιση. Μη φανταστεί κανείς, ότι αποθεώναμε άκριτα, ο,τιδήποτε ήταν αμερικανόφερτο. Όχι. Αγκαλιάζαμε μόνο εκείνα που κρίναμε ότι άξιζαν τον κόπο. Τα φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες, τα γράφαμε στις «cojones» μας και πρώτοι εμείς τα φτύναμε.
Μετά από εκείνο το βράδυ, της πρώτης συνάντησής μας με τους beat ποιητές, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι ουσιαστικά, ήταν κι αυτοί άνθρωποι απεγνωσμένοι και «φυλακισμένοι» μέσα στη χώρα τους, όπως εμείς εδώ. Ίδια κι απαράλλαχτα.
Η αντίσταση στη βία της εξουσίας, τα φιλειρηνικά κινήματα, η σεξουαλική απελευθέρωση, το φεμινιστικό και αντιπολεμικό κίνημα, το Woodstock, η ψυχεδέλεια, όλα αυτά καθόρισαν έναν τρόπο σκέψης που μας σημάδεψε για πάντα. Έγινε τρόπος ζωής, κοινός τόπος αναζήτησης και συνάντησης με ανθρώπους συνομηλίκους μας, που ζούσανε χιλιάδες μίλια μακριά. «Παλαβή γενιά».
Παντού στην Αμερική, την Ευρώπη, τους αισθανόμασταν σαν αδέρφια, σα να είχαμε γεννηθεί και μεγαλώσει όλοι, στον ίδιο τόπο. Ακόμα και τα drugs κάθε είδους, ήταν μια ενστικτώδης, λαθεμένη ίσως, (επικίνδυνη σίγουρα) απόπειρα προς την ελευθερία, όπως μπορούσε τότε να τη συλλάβει, η εικοσάχρονη απελπισία μας. Σίγουρα το ροκ ήταν πάντα λίγο επικίνδυνο.
Κάποια χρόνια αργότερα, αρχίσαμε να γράφουμε τα δικά μας τραγούδια. Τότε δεν το ξέραμε, τώρα το βλέπουμε καθαρά. Ο τρόπος που εκφραστήκαμε ήταν μικτός. Οι δύο πατρίδες μαζί. Δίπλα-δίπλα ή μερικές φορές, αγκαλιασμένες μέσα στα τραγούδια μας. Απ’ τη μια αυτή που μας γέννησε και απ’ την άλλη, εκείνη της καρδιάς και της επιλογής μας. Δε διώξαμε φυσικά από την ψυχή μας τα κλαρίνα, τα βιολιά και τα μπουζούκια. Δε διώξαμε από την ψυχή μας τους μεγάλους έλληνες συνθέτες και τραγουδοποιούς, που μ’ αυτούς μεγαλώσαμε. Τους τιμήσαμε και τους σεβαστήκαμε, με τον ίδιο τρόπο που αγαπήσαμε και τους ποιητές μας.
Απλά, κάναμε χώρο στην καρδιά μας και για μια άλλη πατρίδα, «έναν άλλο τρόπο» έκφρασης, που, κακά τα ψέματα, ερχόταν κατ’ ευθείαν από την Αμερική, την άλλη όμως America, αυτή που αγαπήσαμε εμείς και όχι αυτή που μακελεύει τον πλανήτη, όποτε ο Μολώχ διατάξει, την Αμερική που μοιάζει πια, να μας υποπτεύεται και να μας μισεί όλους…
Όταν βγήκαν τα «Ζεστά ποτά», το 1985, το ξέραμε και το περιμέναμε, ότι κάποια από τα τραγούδια μας, θα φάνταζαν «ξενόφερτα». Όχι μόνο σαν ήχος, αλλά κυρίως σαν επιλογή θεμάτων και φυσικά σαν εκφορά του λόγου. Χωρίς το φερετζέ της ευπρέπειας, με στοιχεία από την ποίηση, αλλά και τη γλώσσα του δρόμου, όπως ακριβώς μας είχε επηρεάσει η γλώσσα του ροκ και το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ. Τι δουλειά είχαν ξαφνικά μέσα στο ελληνικό τραγούδι της εποχής εκείνης, τα κουτάλια και οι βελόνες του «Φάνη», ο τύπος που αυνανίζεται μέσα σ’ ένα πορνοσινεμά, η ψυχεδέλεια του «Υπόγειου» και ο «κοκοράκος» που δηλώνει «μες του φαλλού μου το φολκλόρ να κοροϊδεύομαι;» Ακόμα και η παρωδία του 50`ς Rock’n’Roll στο «Ρίτα Ριτάκι» και διάφορα άλλα εδώ κι εκεί, για να μη μακρηγορούμε… Δε θα είχαμε διανοηθεί ίσως ποτέ να αναφερθούμε σε τέτοια θέματα, αν κάποτε δεν είχαμε συναντήσει τους beat ποιητές και φυσικά τη ροκ τραγουδοποιΐα, που μαζί, καθόρισαν την αισθητική και τη νοοτροπία γραφής μας, τόσο στιχουργικά, όσο και μουσικά.
Όσο για τον ήχο, τι δουλειά είχε ξαφνικά, η αυτούσια μεταφορά του riff του τραγουδιού των Who «Baba O` Riley», μέσα στο «Για ένα κομμάτι ψωμί», στον πρώτο κιόλας δίσκο μας; Ή το μπλουζ του «Σχοινοβάτη», η τζαζ του «Torpedo» και το «Ι`m calling earth», τραγουδισμένο στα ίσα σε αγγλική γλώσσα, 20 χρόνια πριν; Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να γράψουμε ΚΑΙ «έτσι». Γιατί φυσικά δε γράψαμε μόνο έτσι. Φαίνεται ότι τελικά, τίποτα δεν έγινε τυχαία.
Θεωρείστε αυτό το δίσκο, σαν μια μουσική ταινία μικρού μήκους. Ένα μπερδεμένο όνειρο, όπου αναπόφευκτα, διαπλέκονται όλα. Παλιά τραγούδια, καινούρια τραγούδια και μουσικές, όλα μαζί, σαν μια ωδή του υποσυνείδητου, που πλέκει το παρελθόν και το παρόν, όπως αυτό διαλέγει και αποφασίζει. Ερήμην μας.
Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους. Ένα πολύχρωμο, φωτεινό «Trip», όπως το ομώνυμο κλαμπάκι του ΄70 στην Πλάκα, που έμπαινες μπουσουλώντας και έφευγες πετώντας ή μερικές φορές… το εντελώς αντίθετο.
[…]
Σημειώσεις:
(1) Μοντέρνοι Ρυθμοί: Το πρώτο από τα μουσικά ελληνικά περιοδικά, 15θήμερο, που εκδόθηκε στην Αθήνα με διευθυντή τον Θανάση Τσόγκα (είχε προηγηθεί η μουσική εφημερίδα «Χρυσή δισκοθήκη» του Νίκου Μαστοράκη). Οι «Μοντέρνοι ρυθμοί» πρωτοκυκλοφόρησαν την 1.4.1964 με εξώφυλλο τον Johnny Hallyday. Κόστιζαν 3 δραχμές και πριν κλείσουν (το 1969) είχαν μετονομαστεί σε «Καλλιτεχνικές επικαιρότητες» (αρχές 1968) και είχαν ξεπεράσει τα 100 τεύχη).
(2) Εl Dorado: Η θρυλική «χαμένη πόλη του χρυσού», την οποία έψαχναν χιλιάδες εξερευνητές στη Νότια Αμερική, από την εποχή των ισπανών κατακτητών. Ο όρος χρησιμοποιείται έκτοτε μεταφορικά στη λογοτεχνία, ως την εξερεύνηση και την επιδίωξη για το προσωπικό «βασίλειο» του καθένα, όπως αυτός το εννοεί…
(3) Deutsche Welle: Γερμανικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός που εκπέμπει διεθνώς και μεταδίδει ανελλιπώς από το 1953.
(4) Panderma (παντός δέρμα ή παντός τέρμα): Περιοδικό που πρωτοκυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’70, με εκδότη το Λεωνίδα Χρηστάκη (ο οποίος εξέδωσε επίσης και τα περιοδικά «Ιδεοδρόμιο», «Κούρος»). Κυκλοφόρησε σε 38 τεύχη.