Το βιβλίο “Ο Υπνοβάτης” της Μαργαρίτας Καραπάνου τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το “βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος”, βραβείο που επίσης έχει δοθεί στον Laurence Durrell, τον Borges, τον Στρατή Τσίρκα και τον Gabriel Garcia Marquez.
“Ο θεός ήτανε κουρασμένος.
Είχε ξαπλώσει σ’ ένα βράχο ψηλά στον ουρανό και είχε γυρίσει την πλάτη του στη γη. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε θλίψη και μια μεγάλη ανία. Έβλεπε τους ανθρώπους μικρούς, γελοίους – αυτούς που στη δική του γλώσσα ονόμαζε όντα- και τον έπιασε ένας τρομερός θυμός γιατί τους είχε πλάσει με τόση αγάπη. Αλλά αυτό είχε συμβεί τόσο παλιά, που δεν θυμόταν τίποτα. Και τώρα ήτανε γέρος. Η αγάπη του του φαινότανε κι αυτή παλιά και τον έπιασε νοσταλγία για το πάθος που είχε όταν ονειρεύτηκε τον κόσμο.
Θυμήθηκε πως πέταγε πάνω στη φρέσκια γη τα πρώτα ζώα, τα πουλιά και γέλαγε περήφανος όταν τα ‘βλεπε να τρέχουνε και να πετάνε. Και τις νύχτες να κοιμούνται μέσα στις σπηλιές του και να τον σκέφτονται. Και τώρα, έβλεπε τη γη του και πώς είχε καταντήσει. Αναρωτήθηκε μήπως , γερνώντας αυτός, γέρασε κι εκείνη μαζί του, κι έτσι η ανία του, το μεγάλο κενό που τον βασάνιζε, να ‘γινε και δικό της. Σκέφτηκε μήπως την έφτιαξε σε μια στιγμή παρανομίας και γι’ αυτό είχε τα στίγματα του λάθους. Ήταν στιγμές που αισθανόταν παράνομος του εαυτού του, στιγμές ηδονής ανείπωτης, απαγορευμένης. Φοβόταν μήπως η γη ήταν παιδί της στιγμής αυτής, παιδί της ηδονής και όχι του Νόμου. Τότε που την έφτιαξε ήταν παιδί ακόμα ο ίδιος, έπαιζε με το σύμπαν, έλυνε μια κουβαρίστρα, δώρο κάποιου άγνωστου Πατέρα, και μέτραγε τα ουράνια βάθη. Έβλεπε τότε κι ένα όνειρο παράξενο και θολό, που κράταγε επτά μέρες ακριβώς: μορφές με τη σαγήνη της αλήθειας, πρόσωπα με τη λαμπρότητα του λάθους, εύστροφες κινήσεις χωρίς σκοπό. Και τώρα φοβόταν πως αυτό το όνειρο, έτσι για παιχνίδι, το είχε κάνει πραγματικότητα κι έτσι έγινε η γη. Πάντα ήθελε κάτι να γεννήσει, ήτανε φορές που αισθανότανε γυναίκα και ήθελε ένα παιδί δικό του, αλλά εγκυμονούσε χωρίς τη χαρά της γέννας και τώρα έτρεμε μήπως γέννησε άθελά του αυτό το όνειρο το ατελές και το ηδονικό, το όνειρο της παρανομίας του.
Αλλά τι τον ένοιαζε; Όλα αυτά ήταν τόσο παλιά, τόσο ασύνδετα στη μνήμη του. Σαν δικό του παιδί όμως, η γη θα ‘πρεπε τώρα να του επιστρέφει τη ζωή και το πάθος που της είχε χαρίσει τότε, κι αυτός γέρος πια, να κάθεται στο βράχο του και να την καμαρώνει κι έτσι να μη βαριέται. Οι άνθρωποι τον είχαν αφανίσει. Η γη του τον είχε προδώσει. Και την καταράστηκε.
Έτσι αποφάσισε να στείλει στη γη ένα Θεό καινούργιο, που θ’ αναγνωρίζανε και θα λατρεύανε απ’ την αρχή, ένα Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, ο Θεός που θα τους άξιζε. Ένα που θα ‘κανε εχθρούς κι όχι πιστούς. Ένα Θεό ωραίο, αφού μόνο την ομορφιά λατρεύανε. Ένα Θεό με στενούς γοφούς, άντρα και γυναίκα, αφού δεν σέβονταν πια το Νόμο. Έτριξε τα δόντια και σηκώθηκε. Έβαλε τα χέρια του στη μέση, έσκυψε πάνω στη γη κι έκανε εμετό. Κι ανοίξανε οι ουρανοί κι ακούστηκε βρυχηθμός μεγάλος.”